μετάκληση

μετάκληση
η (ΑM μετάκλησις) [μετακαλώ]
1. κλήση, πρόσκληση
2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση
μσν.-αρχ.
αλλαγή ονόματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετάκληση — η 1. πρόσκληση: Η μετάκληση του πρέσβη έγινε για διπλωματικούς σκοπούς. 2. ανάκληση: Μετάκληση των τραπεζικών πιστώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • μετακλητός — ή, ό [μετακαλώ] 1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση 2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός 3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό (ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • Καλαμαριώτης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από το Νησί Μεσσηνίας. 1. Δημήτριος. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά και υποστήριξε τη μετάκληση των παλιών αξιωματικών που ζούσαν στα Επτάνησα. Όταν ξεκίνησε η Επανάσταση τέθηκε επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”